- προδιέρχομαι
- Α1. (κυρίως σχετικά με την κίνηση τών εντέρων) περνώ διά μέσου από πριν2. διηγούμαι κάτι προηγουμένως («ὃν δὲ τρόπον γέγραπται, προδιελθεῑν ὑμῑν βούλομαι», Αισχίν.)3. (για χρόνο) προηγούμαι («τῷ προδιεληλυθότι ἔτει», πάπ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + διέρχομαι «περνώ, διηγούμαι με λεπτομέρειες»].
Dictionary of Greek. 2013.